Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoraspàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [rasˈpare] 1 κάνω φασαρία 2 ερευνώ εξονυχιστικά 3 ψαχουλεύω 4 γδέρνομαι 5 ανασκαλεύω 6 εξετάζω επισταμένως 7 γράφω ορνιθοσκαλίσματα 8 ξύνομαι με θόρυβο 9 ξεγδέρνομαι 10 γρατσουνίζομαι 11 βγάζω οξύ εκνευριστικό ήχο 12 είμαι τραχύς raspàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [rasˈpare] 1 ισιώνω 2 εξομαλύνω 3 λειαίνω με ράσπα 4 ξύνω χώμα με πόδια (για ζώο) 5 σκάβω με τα νύχια 6 τρίβω 7 σουφρώνω 8 ερεθίζω 9 κλέβω 10 γδέρνω 11 ξύνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |