Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorappèzzo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [rapˈpɛttso] 1 διόρθωση 2 επιδιόρθωση 3 επισκευή 4 καρίκωμα 5 προσπάθεια για πρόχειρη κάλυψη αναγκών ή ατελειών 6 επιδιόρθωμα 7 μπάλωμα προσωρινό 8 τσαπατσουλιά 9 μερεμέτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |