Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoràgna
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈraɲɲa] 1 ιστός αράχνης 2 δίχτυ αράχνης 3 παγίδα 4 φθαρμένο μπάλωμα 5 αραχνιά 6 σφαλαγγουδιά 7 δίχτυ για τα πουλιά 8 θηλιά 9 βρόχι 10 δόκανο 11 δίχτυ-παγίδα για πουλιά 12 βρόχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |