Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoradicàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [radiˈkato] 1 εδραιωμένος 2 άσειστος 3 ριζιμιός 4 στερεωμένος 5 εμπεδωμένος 6 πακτωμένος 7 έμπεδος 8 ασάλευτος 9 θεμελιωμένος 10 ακλόνητος 11 ριζωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |