Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoraddóppio
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [radˈdoppjo] 1 διπλασιασμός 2 αναδιπλασιασμός 3 αναπαραγωγή σε πανομοιότυπο 4 επαναδίπλωση 5 αύξηση στο διπλάσιο 6 αναδίπλωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |