Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoracimolàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [raʧimoˈlare] 1 μαζεύω με κόπο 2 μαζεύω αυτά που αφήνουν θεριστές 3 σταχυολογώ 4 περιμαζεύω 5 σταχολογώ 6 συλλέγω ένα-ένα 7 μαζεύω πληροφορίες μία-μία 8 μαζεύω πίσω από θεριστή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |