quotàto
aggettivo
Pronuncia I.P.A.: [kwoˈtato]
1 αποτελεσματικός
2 εκτιμημένος
3 που έχει δοθεί σε κάποια τιμή (για προσφορά)
4 αποτιμημένος
5 που έχει προσφερθεί
6 που έχει διαστάσεις (για σχέδιο)
7 εισηγμένος (στο Χρηματιστήριο)
aggettivo
Pronuncia I.P.A.: [kwoˈtato]
1 αποτελεσματικός
2 εκτιμημένος
3 που έχει δοθεί σε κάποια τιμή (για προσφορά)
4 αποτιμημένος
5 που έχει προσφερθεί
6 που έχει διαστάσεις (για σχέδιο)
7 εισηγμένος (στο Χρηματιστήριο)
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
quotato (agg.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android