Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoquaternióne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [kwaterˈnjone] 1 σετ 4 αριθμών (ενός πραγματικού και 3 μιγαδικών) που ορίζουν ένα άνυσμα 2 τετραμελές σύνολο αριθμών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |