Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoquartìle
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [kwarˈtile] οιαδήποτε τιμή σε σειρά αριθμών που χωρίζουν την κατανομή σε 4 ομάδες ίσης συχνότητας εμφάνισης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |