Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoputrefazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [putrefatˈtsjone] 1 αποδιοργάνωση 2 αποχαρβάλωμα 3 αλλοίωση 4 απαρχή σήψεως 5 εξάρθρωση 6 σάπισμα 7 διάλυση 8 εκφυλισμός 9 σήψη 10 διάβρωση 11 αποσάθρωση 12 αποσύνθεση 13 σαψάλιασμα 14 εκφύλιση 15 εκφυλισμός 16 σαπίλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |