Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopunzecchiaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [puntsekkjaˈmento] 1 δούλεμα 2 πείραγμα 3 τσίμπημα 4 καζούρα 5 πικάρισμα 6 σκανταλιά 7 κούρντισμα 8 κέντημα 9 αγκύλωμα 10 κέντρισμα 11 νύγμα με αιχμηρό όργανο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |