Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopudibóndo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [pudiˈbondo] 1 αισχυντηλός 2 ντροπαλός εξαιρετικά 3 σεμνοπρεπής 4 σεμνολόγος 5 σεμνός 6 μετριόφρων 7 συνεσταλμένος 8 μετριοπαθής 9 κόσμιος 10 σοβαρός 11 αιδήμων 12 ευσχήμων 13 ευπρεπής 14 σεμνότυφος 15 ευαίσθητος εξαιρετικά 16 κοινωνικά ντροπαλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |