Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopròvvido
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈprɔvvido] 1 διορατικός 2 προσεκτικός 3 πρόσφορος 4 προορατικός 5 σώφρων 6 χρήσιμος 7 σοφός 8 επιφυλακτικός 9 προνοητικός 10 προβλεπτικός 11 συνετός 12 φρόνιμος 13 κατάλληλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |