Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprostrazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [prostratˈtsjone] 1 εκπεσμός 2 κατάθλιψη 3 ξεπεσμός 4 μελαγχολία 5 κατάπτωση 6 τέλεια σωματική εξάντληση 7 αποθάρρυνση 8 πέσιμο μπρούμυτα 9 προσκύνημα 10 εξάντληση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |