Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprospètto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [prosˈpɛtto] 1 παρουσίαση 2 πρόσοψη 3 μέτωπο 4 αναφορά 5 πρόσθια όψη κτίσματος 6 θέα 7 πίνακας 8 κατάσταση λογαριασμού 9 άποψη 10 φάτσα 11 χρονοδιάγραμμα 12 κατάλογος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |