Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopromìscuo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [proˈmiskuo] 1 μεικτός 2 ανάμεικτος 3 διπλού σκοπού ή ρόλου 4 κοινός 5 ετερογενής 6 ανακατωμένος 7 ανάκατος 8 ανομοιογενής 9 ετερόκλητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |