ItalianoGreco


profilàto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [profiˈlato]

1 αλουμίνιο σε προφίλ
2 δομικό τμήμα σε προφίλ
3 κατακόρυφη τομή
4 κατατομή
5 σίδηρος σε προφίλ
6 προφίλ

profilàto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [profiˈlato]

1 στολισμένος με μπορντούρα
2 σχεδιασμένος σε κατατομή
3 αδρός
4 περιγεγραμμένος
5 που έχει μπορντούρα
6 στριφωμένος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---