Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprofàno
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [proˈfano] 1 άσχετος ως προς την Ιατρική 2 το κοσμικό στοιχείο 3 άσχετος ως προς τα νομικά 4 μη ειδικός 5 άσχετος (μη ειδικός) άνθρωπος profàno aggettivo Pronuncia I.P.A.: [proˈfano] 1 κοσμικός (όχι κληρικός) 2 αδαής 3 ασεβής 4 άσχετος 5 ακατάρτιστος 6 άπειρος 7 βλάστημος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |