Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprobità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [probiˈta] 1 ακεραιότητα 2 τιμιότητα 3 χρηστότητα 4 εντιμότητα 5 ευθύτητα 6 πίστη σε αρχές και ιδέες 7 ειλικρίνεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |