Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprìstino
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈpristino] 1 αλλοτινός 2 ανεξέλικτος 3 πρωτόγονος 4 φρέσκος και καθαρός 5 αρχέτυπος 6 αρχέγονος 7 αδιάφθορος από τον πολιτισμό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |