Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprestigióso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [prestiˈʤoso], [prestiˈʤozo] 1 που έχει κύρος 2 που έχει γόητρο 3 γοητευτικός 4 θελκτικός 5 γεμάτος αίγλη 6 συναρπαστικός 7 μαγευτικός 8 ενδιαφέρων εξαιρετικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |