Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprescrizióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [preskritˈtsjone] 1 παραγραφή 2 συνταγή 3 ορισμός 4 δικαίωμα τίτλου από χρησικτησία 5 διαδικασία τίτλου χρησικτησίας 6 προδιαγραφή 7 χρησικτησία 8 εντολή 9 διαταγή 10 παραγωγή διαταγών και εντολών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |