Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprematùro
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [premaˈturo] 1 εφταμηνίτικο 2 μωρό που γεννήθηκε πρόωρα prematùro aggettivo Pronuncia I.P.A.: [premaˈturo] 1 πρώιμος 2 τροφαντός 3 πάρωρος 4 πρωτόλουβος 5 αγίνωτος 6 πρωτόφαντος 7 άκαιρος 8 πρωτοκαιρίτικος 9 πρόωρος 10 άγουρος 11 πριν από την ώρα του permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |