Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopregiudicàre
verbo transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [preʤudiˈkare] 1 έχω προκατάληψη 2 διακυβεύω 3 ζημιώνω 4 χαλώ 5 κάνω ντροπιαστική παραχώρηση 6 προδικάζω 7 είμαι φθοροποιός 8 βλάπτω με δικαστική κρίση 9 διακινδυνεύω 10 τραυματίζω 11 βλάπτω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |