Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopredicàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [prediˈkare] 1 κάνω ηθική διδασκαλία 2 παραινώ 3 κηρύσσω 4 δίνω συμβουλές 5 ψέλνω 6 ξαγορεύω 7 συμβουλεύω 8 κανοναρχώ 9 δασκαλεύω 10 ορμηνεύω 11 καθοδηγώ 12 νουθετώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |