Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprecariàto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [prekaˈrjato] 1 πρόσθετοι καθηγητές 2 αναπληρωτές καθηγητές στη μέση εκπαίδευση 3 με μόνιμο προσωπικό 4 έλλειψη σταθερότητας σε κάποια δουλειά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |