Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopravità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [praviˈta] 1 διαστροφή 2 κακία 3 κακογνωμιά 4 ιδιοτροπία 5 δυστροπία 6 στραβοκεφαλιά 7 παραξενιά 8 κακοτροπία 9 ανομία 10 αναποδιά 11 κακοριζικιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |