Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopràssi
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈprassi] 1 πρακτική 2 εξάσκηση επαγγέλματος 3 συνηθισμένη συμπεριφορά 4 εξάσκηση σε τέχνη ή επιστήμη 5 συνήθεια 6 εξάσκηση 7 άσκηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |