Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopot–pourri
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [,popurˈri] 1 χαρμάνι 2 ποτ πουρί 3 βραστό με κρέας και λαχανικά ανάμικτα 4 μείγμα 5 σύνθεση-συρραφή με τραγούδια 6 κυκεώνας 7 σύμφυρμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |