Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoportànza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [porˈtantsa] 1 ανυψωτική επίδραση 2 οργανωμένη αεροπορική μετακίνηση 3 μεταφορική ικανότητα 4 άντωση σε πτερύγια αεροσκάφους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |