Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopoppàta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [popˈpata] 1 ρουφηξιά 2 μύζηση 3 απομύζηση 4 αναρρόφηση 5 γλείψιμο 6 πιπίλισμα 7 ρόφηση 8 βύζαγμα 9 θήλασμα 10 θηλασμός 11 άμελγμα 12 ρούφηγμα 13 γαλούχηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |