Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoponderàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [pondeˈrato] 1 φρόνιμος 2 εφεκτικός 3 καλά θεωρημένος 4 καλά ζυγισμένος 5 επιφυλακτικός 6 καλά μελετημένος 7 επεξεργασμένος διανοητικά 8 περίσκεπτος 9 προσεκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |