Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopoltìglia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [polˈtiʎʎa] 1 γλοιώδες υγρό (πχ σαλιγκαριού) 2 αλευριά 3 βόρβορος 4 κουρκούτι 5 διαλυμένος πολτός χαρτιού σε νερό 6 βούρκος 7 χυλός 8 μαλακή λάσπη 9 γλίτσα 10 πολτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |