Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoplasticàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [plastiˈkare] 1 πλαστικοποιώ 2 σχεδιάζω ή μιμούμαι φόρμες 3 πλάθω 4 καλύπτω με πλαστική ύλη 5 αναπαράγω πρόπλασμα ή ομοίωμα 6 κάνω επίθεση με πλαστική βόμβα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |