Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoplàcido
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈplaʧido] 1 σιγανός 2 αδιατάρακτος 3 ήμερος (για άνθρωπο) 4 ειρηνικός 5 πράος 6 ήσυχος 7 ήρεμος 8 γαλήνιος 9 ανενόχλητος 10 σιγαλός 11 ακύμαντος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |