Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoplàcca
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈplakka] 1 προσωρινή ηλεκτρονική σύνδεση 2 πλακέτα 3 πλακίδιο απόκλισης ηλεκτρονικής δέσμης 4 βλατίδα 5 πλάκα 6 πλάκα αναμνηστική 7 μεταλλική πλάκα αναγνώρισης ταυτότητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |