Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopertinènza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [pertiˈnɛntsa] 1 υπόθεση 2 δικαιοδοσία 3 καταλληλότητα 4 εφαρμοσιμότητα 5 αρμοδιότητα 6 σχέση 7 συνάφεια 8 εφαρμογή 9 ορθότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |