Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopatrilìneo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [patriˈlineo] 1 ο της κοινωνικής οργάνωσης όπου ανώτατος αρχηγός είναι ο πατέρας 2 χαρακτηριστικός του συστήματος της πατριαρχίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |