Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopatentàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [patenˈtato] 1 επιμελής 2 λεπτομερής 3 πλήρης 4 διεξοδικός 5 εξονυχιστικός 6 εκτενής 7 αδειούχος 8 εμπεριστατωμένος 9 διπλωματούχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |