Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopassamontàgna
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [,passamonˈtaɲɲa] 1 κουκούλα μάλλινη για όλο το κεφάλι με τρύπες μόνο για τα μάτια (για πολύ κρύο) 2 κουκούλα για όλο το κεφάλι με τρύπες μόνο για τα μάτια (για πολύ κρύο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |