Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoparkerizzàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [parkeridˈdzare] 1 επεξεργάζομαι μέταλλο για προστασία εναντίον της σκουριάς 2 επεξεργάζομαι για επίτευξη αντιδιαβρωτικής προστασίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |