Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopareggiàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [paredˈʤare] sport ισοφαρίζω pareggiàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [paredˈʤare] 1 εξισώνω 2 στρώνω 3 εξομαλύνω 4 αλφαδιάζω 5 αναγνωρίζω επισήμως 6 φέρνω στα ίσια 7 σταθμίζω 8 ζυγοσταθμίζω 9 εξομοιώνω 10 ισιώνω 11 ισοσκελίζω 12 ισοφαρίζω 13 ισοπεδώνω 14 ισοζυγίζω 15 εξισορροπώ pareggiarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [paredˈʤarsi] 1 εξισώνομαι 2 βγαίνω ισόπαλος 3 δέχομαι ισοφάριση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |