Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoparasóle
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [,paraˈsole] 1 κάλυμμα φακού (για προστασία από το απευθείας προσπίπτον φως) 2 παραπέτασμα φακού (για προστασία από το απευθείας προσπίπτον φως) 3 παρασόλι 4 ομπρέλα ήλιου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |