Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoparalùce
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [,paraˈluʧe] 1 παραπέτασμα φακού (για προστασία από το απευθείας προσπίπτον φως) 2 κάλυμμα φακού (για προστασία από το απευθείας προσπίπτον φως) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |