Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopappóne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [papˈpone] 1 κοιλιόδουλος 2 προμηθευτής 3 νταβατζής 4 λιμάρης 5 εκμαυλιστής 6 αχόρταγος 7 πορνοβοσκός 8 πεζεβέγκης 9 προαγωγός 10 μαυλιστής 11 φαγάς 12 μαστροπός 13 προστάτης πόρνης 14 λιχούδης 15 ρουφιάνος 16 καλοφαγάς 17 λίχνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |