Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoottusità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ottuziˈta] 1 αμβλύτητα 2 πεζότητα 3 μουντάδα 4 σκαιότητα 5 χαζομάρα 6 στόμωση 7 στόμωμα 8 αναισθησία 9 αμβλύνοια 10 αβελτηρία 11 απάθεια 12 ανία 13 κουταμάρα 14 ευήθεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |