ostentàto
aggettivo
Pronuncia I.P.A.: [ostenˈtato]
1 προσποιητικός
2 φανταχτερός
3 πλαστός
4 επιτηδευμένος
5 επίπλαστος
6 φανφαρόνικος
7 μεγαλόστομος
8 κομπαστικός
9 δήθεν
10 φαινομενικός
11 εξεζητημένος
12 πομπώδης
13 ρητορικός
14 θεατρινίστικος
15 επιδεικτικός
16 θεατρικός
17 προσποιητός
18 αφύσικος
19 φιγουρατζίδικος
20 στομφώδης
21 φιγουρατζής
aggettivo
Pronuncia I.P.A.: [ostenˈtato]
1 προσποιητικός
2 φανταχτερός
3 πλαστός
4 επιτηδευμένος
5 επίπλαστος
6 φανφαρόνικος
7 μεγαλόστομος
8 κομπαστικός
9 δήθεν
10 φαινομενικός
11 εξεζητημένος
12 πομπώδης
13 ρητορικός
14 θεατρινίστικος
15 επιδεικτικός
16 θεατρικός
17 προσποιητός
18 αφύσικος
19 φιγουρατζίδικος
20 στομφώδης
21 φιγουρατζής
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ostentato (agg.)
I nostri siti
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Le nostre applicazioni mobili
Android
