Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoossèsso
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [osˈsɛsso] 1 κατεχόμενος άνθρωπος 2 τρελός άνθρωπος 3 δαιμονιόπληκτος άνθρωπος 4 δαιμονισμένος άνθρωπος ossèsso aggettivo Pronuncia I.P.A.: [osˈsɛsso] 1 φρενήρης 2 παράφορος 3 φρενιασμένος 4 τρελός 5 δαιμονιόπληκτος 6 δαιμονισμένος 7 κατεχόμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |