Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianooscillànte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [oʃʃilˈlante] 1 μεταβλητός 2 παλλόμενος 3 ασταθής 4 τρικλίζων 5 παραπαίων 6 ταλαντευόμενος 7 αιωρούμενος 8 κυμαινόμενος 9 δονούμενος 10 λικνιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |