Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoorsàggine
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [orˈsadʤine] 1 σκυθρωπή εμφάνιση 2 σκαιότητα 3 στριμμένη έκφραση 4 σκυθρωπότητα 5 μελαγχολική εμφάνιση 6 απειλητική εμφάνιση 7 αυταρχικότητα 8 κατσουφιασμένη έκφραση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |